Σε στενή σχέση με τα νανουρίσματα βρίσκονται τα περίφημα ταχταρίσματα. Το «ταχτάρισμα» και το αντίστοιχο ρήμα «ταχταρίζω» αποτελούν ονοματοποιημένες λέξεις από τα επιφωνήματα «τάχτι τάχτι» εκείνων που ταχταρίζουν μωρά (Νέο υπερλεξικό Παγουλάτου) ενώ κινώ επάνω κάτω εις χείρας κρατούμενον βρέφος, όπως καθησυχάσω ή διασκεδάσω αυτό, ορίζει το «ταχταρίζω» ο Δ. Δημητράκος στο Μέγα Λεξικό του.
Η χαρακτηριστική αυτή κίνηση των ταχταρισμάτων μπορεί να παραπέμψει στις παλμικές δονήσεις που εισέπραττε το βρέφος εντός της μητρικής κοιλιάς, εκεί που ένιωθε ασφαλές και προστατευμένο, σε άμεση επαφή με τη μητέρα, καθώς εκείνη έκανε δουλειές, περπατούσε ή μιλούσε στο αγέννητο μωρό.
Τα ταχταρίσματα αποτελούν χαρούμενα, ρυθμικά, σύντομα τραγούδια της δημοτικής μας κυρίως παράδοσης. Γεννήθηκαν και τραγουδήθηκαν στους αγρούς, στις στάνες, στις αυλές, κάτω από τις σκιές των δέντρων, στις αυτοσχέδιες κάμαρες και κούνιες από τα χείλη των γιαγιάδων και μανάδων που ντάντευαν τα μωρά, που τα άλλαζαν, που τα διασκέδαζαν, που προσπαθούσαν να σταματήσουν το κλάμα, τη γκρίνια, την πείνα τους. Βασικό χαρακτηριστικό τους είναι οι κατά τόπους διαφοροποιήσεις και εμπλουτισμοί τους. Ένα ταχτάρισμα μπορεί να έχει διασωθεί σε δεκάδες διαφορετικές εκτελέσεις.
Η θεματολογία των ταχταρισμάτων περιστρέφεται γύρω από τις σταθερές αγωνίες των προηγούμενων αιώνων: γάμος, αποκατάσταση, προίκα, υγεία.
Παραθέτουμε ενδεικτικά μερικά απ’αυτά:
Ανέβα μήλο, κατέβα ρόδι
Ανέβα μήλο, κατέβα ρόδι
να σε ρωτήσω τι κάνει η κόρη.
-Η κόρη πλέκει χρυσό γαϊτάνι.
-Τίνος το πλέκει;
-Του Καραγιάννη.
Κι ο Καραγιάννης δεν το θέλει
κι η κόρη κάθεται και το ξεπλέκει.
Βρέχει, βρέχει και χιονίζει
Βρέχει, βρέχει και χιονίζει
κι ο παπάς τυρί μυρίζει.
-Που να βάλουμε τη νύφη;
-Από κάτω απ’ το ρεβίθι.
-Που να βάλω το γαμπρό;
-Από κάτω απ’ το σταυρό.
Έλα, έλα να σου πω
Έλα, έλα να σου πω
τι μου είπε ο λαγός.
Μου ‘πε να σε αγαπώ
μα να μην τ’ ομολογώ.
Έλα μπαμπά μου γρήγορα
Έλα μπαμπά μου γρήγορα
και φέρε μου βιβλίο
γιατί εγώ μεγάλωσα
και πάω στο σχολείο.
Έχω γιο κι έχω χαρά
Έχω γιο κι έχω χαρά
που θα γίνω πεθερά
έχω όμως και μια λύπη
μην και δε με θέλει η νύφη.
Έχω εγώ ένα παιδί
Έχω εγώ ένα παιδί
έχει κι ο βασιλιάς κορίτσι.
Μας μηνάει, μας ξεμηνάει
να τ’ αρραβωνιάσουμε
να τα στεφανώσουμε,
μα εμείς δε θέλουμε
πάλι καμαρώνουμε.
Έχει η τσέπη μας φλουριά
και δανείζει τα χωριά.
Κάτω στο βαθύ τον κάμπο
Κάτω στο βαθύ τον κάμπο
κάνουν τα καβούρια γάμο
κι οι χελώνες πανηγύρι
κι ο σκαντζόχοιρος ο ρήγας
κάθεται στο κρεβατάκι
και κουνάει το ποδαράκι.
Κάνει τς αχελώνας μάτι:
-Βρε σκαντζόχοιρε, βρε ρήγα
τι με ζήλεψες εμένα,
τα ποδάρια τα σκασμένα,
το λαιμό το σκουριασμένο;
Κότα μαύρη μου
Κότα μαύρη, κότα μου
κότα μου, κοτούλα μου,
κότα μου, κοτούλα μου
και πουλακιδούλα μου.
Να μη περά, μωρή κότα μου
να μη περάσεις από ‘δω
να μη περάσεις από ‘δω
γιατί θα γένει φονικό.
Κι αν σου ρι, μωρή κότα μου
κι αν σου ρίξουν σκύβαλα
κι αν σου ρίξουν σκύβαλα
κλώτσα τα κι απήδα τα.
Κι αν σου ρι, μωρή κότα μου
κι αν σου ρίξουνε φλουριά
κι αν σου ρίξουνε φλουριά
πάρ’ τα κι έλα μια βραδιά.
Κότα μου παλιά μου κότα,
που ‘ν’ τα νιάτα που ‘χες πρώτα;
Κότα μου, κοτούλα μου
και πουλακιδούλα μου.
Κουπεπέ
Κουπεπέ και γιαλελί
τι ‘ναι τούτο το παιδί
που λαλεί σαν το πουλί
και γελάει γιαλελί;