Παραλογές

Οι παραλογές είναι δημοτικά τραγούδια των οποίων ο πυρήνας είναι η διήγηση. Eίναι τραγούδια με πλαστή, περιποιημένη υπόθεση, που δεν μεταφέρουν στον ποιητικό χώρο ένα απλό επεισόδιο, αλλά περιγράφουν μια ολοκληρωμένη πράξη. Συγγενεύουν πολύ με τα ακριτικά τραγούδια, πολλές φορές τα όρια ανάμεσά τους είναι δυσδιάκριτα, ενώ «σε πολλές παραλογές βρίσκουμε ονόματα ακριτικά και συχνά στίχους ολόκληρους ακριτικών τραγουδιών. Αν στην όλη υπόθεση των παραλογών αυτών δεν δέσποζε το παραμυθιακό στοιχείο, θα μπορούσαμε αξιόλογα να τις κατατάξουμε στον κύκλο των ακριτικών».

Αυτό που χαρακτηρίζει τις πιο πλήρεις παραλογές, είναι μια μυθική, εξωλογική μορφή, όπου το παλαιότερο υλικό επεξεργάζεται με τρόπο που σπάνια ξεπερνά τη φυσική συμπεριφορά. Οι ήρωες αυτών μπορεί να μην έζησαν ποτέ, δηλ. να είναι πλάσματα της φαντασίας, παρ’ όλα αυτά δεν συμπεριφέρονται υπερφυσικά. Σε ορισμένες παραλογές, π.χ. στο τραγούδι Του νεκρού αδελφού έχουμε και στοιχεία εξωπραγματικά, όπως τον βρικόλακα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στην εποχή που πραγματοποιήθηκαν οι παραλογές, η κοινωνία θεωρούσε αυτά τα στοιχεία υπαρκτά.

Πολλές παραλογές πιθανόν να προέρχονται από αρχαιοελληνικούς μύθους, πρόκειται για ένα στοιχείο ουσιαστικά το οποίο αφορά σε μία από τις πραγματικότητες που μας οδηγούν στην αρχαιότητα, αν και δεν είναι εύκολο αυτή η σχέση να αποδειχθεί. Την υπόθεσή τους οι παραλογές την αντλούν και από νεότερες παραδόσεις, από δραματικά κοινωνικά περιστατικά, από την ιστορική μνήμη, ή είναι εντελώς πλαστές.

Εκτός από την θεμοτολογική σχέση με την αρχαιότητα, μας οδηγεί στην αρχαιότητα και το όνομα παραλογή. Σύμφωνα με τον Σ. Κυριακίδη, η ετυμολογία της σχετικά ασυνήθιστης λέξης παραλογή προέρχεται από την λέξη παρακαταλογή, ύστερα από απλολογία. Η παρακαταλογή ήταν αρχαίος θεατρικός όρος με τον οποίον ονομαζόταν ένα είδος μελοδραματικής απαγγελίας τραγικών και παθητικών μερών της τραγωδίας, που συνοδεύονταν από ένα μουσικό όργανο, τον καλούμενο κλεψίαμβο. Η παρακαταλογή δηλαδή ήταν κάτι μεταξύ της απαγγελίας και του κυρίως τραγουδιού.

Τέλος, και το σύνηθες μέτρο του δημοτικού τραγουδιού, ο καταληκτικός δεκαπεντασύλλαβος, επίσης αντιστοιχεί στον ιαμβικό καταληκτικό τετράμετρο, τον χαρακτηριζόμενο από τους αρχαίους ως κατ’ εξοχήν ορχηστρικό. Αυτή η προέλευση του στίχου είναι σήμερα παραδεκτή από τους πιο πολλούς επιστήμονες.

Οι ρίζες των παραλογών ανιχνεύονται στο θέατρο και συγκεκριμένα στον παντόμιμο, όπως αυτός διαμορφώνεται μέσα στις νέες κοινωνικές και πνευματικές συνθήκες κατά την ελληνιστική εποχή μετά τον 3ο μ.Χ. αιώνα.  Την εποχή εκείνη, που τα πάντα είχαν γίνει θέατρο, τα ασματικά τμήματα των ελληνικών δραμάτων  διαδίδονται, σαν τραγούδια πλέον, και στα πιο μακρινά μέρη της αυτοκρατορίας. Ο παντόμιμος με το χρόνο υποκατάστησε τη τραγωδία και τη ραψωδία, επειδή μπορούσε να περιλάβει αυτά τα είδη μέσα του και δημιουργούνταν πλέον για τον παντόμιμο ορχηστρικές συνθέσεις. Ήταν μάλλον επικολυρικές με άφθονα δραματικά στοιχεία. Κατά την άποψη και πάλι του Σ. Κυριακίδη, εδώ στηρίζονται οι βάσεις των παραλογών. Ο ίδιος τονίζει πως και στις παραλογές, όπως και σε αυτές τις ορχηστρικές αναπαραστάσεις για τον παντόμιμο (ορχηστρικές τραγωδίες), οι υποθέσεις είναι κατά το πλείστον μυθικές και τραγικές, το μέτρο καταληκτικός δεκαπεντασύλλαβος, ο χαρακτήρας επικολυρικός και «το μέγεθος δεν έχει ούτε το επικό μήκος ούτε τη λυρική βραχύτητα, η δε χρήση τέλος είναι ορχηστρική».

Ένα από τα βασικά και δυσεπίλυτα προβλήματα που υπάρχουν, είναι το πότε αρχίζει η νεότερη ελληνική δημοτική ποίηση και πώς έγινε η μετάβαση από την αρχαία. Όλοι οι μελετητές αναγνωρίζουν ότι οι παλαιότερες και καλύτερες παραλογές μοιάζουν με τα ακριτικά τραγούδια, επομένως οι πρώτες δημιουργίες των παραλογών πρέπει να αναζητηθούν στις εποχές της ακριτικής ποίησης. Σήμερα είναι παραδεχτό, πως οι παραλογές με τη μορφή που τις γνωρίζουμε έχουν την αρχή τους στον 9ο περίπου αιώνα και κοιτίδα τους το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Μερικές τους ίσως να είναι και παλαιότερες.

Όσον αφορά την τεχνοτροπία των παραλογών, είναι βέβαια σε γενικές γραμμές ίδια όπως στα άλλα είδη του δημοτικού τραγουδιού. Κάτι το διαφορετικό και ασυνήθιστο είναι η επική διήγηση. Επειδή ο αφηγηματικός τους τρόπος δεν είναι όπως στα έπη, ιδιαίτερα λεπτομερειακός, αποσιωπώνται όλες οι ασήμαντες λεπτομέρειες, με αποτέλεσμα η διήγηση να προσλαμβάνει ένα χαρακτήρα γοργότητας και δραματικότητας. Μεγάλο ρόλο παίζει ο διάλογος ο οποίος βρίσκεται στα κυριότερα σημεία της διήγησης, επομένως επιτείνει τη δραματικότητα. Όταν στη διήγηση δεν υπάρχουν πρόσωπα αναγκαία για τον διάλογο, εισάγονται συχνά πρόσωπα τυπικά (π.χ. παπαδιά) ή συμβατικά (π.χ. πουλιά) για να μπορεί να πραγματοποιηθεί πραγματικός διάλογος. Αυτή η τεχνοτροπία έχει ως αποτέλεσμα μία πολύ πιο έντονη αίσθηση απ’ ό,τι ο διάλογος μεταξύ φυσικών προσώπων.

Οι παραλογές είναι τραγούδια διαδεδομένα και εκτός ελλαδικού χώρου, σε όλους τους λαούς της χερσονήσου του Αίμου. Κατά τον Γ. Ιωάννου «παλιότερα, ιδίως μετά τον Fallmerayer, ακόμα και οι συζητήσεις για την καταγωγή των δημοτικών τραγουδιών είχαν πάρει έναν παθιασμένο εθνικιστικό χαρακτήρα. Σήμερα, τα πράγματα εξετάζονται συνήθως συγκριτικά, για επιστημονικούς μόνο λόγους. Όπως και να εξετασθούν όμως, ξεπηδάει αυτόματα πως η προσφορά του αρχαίου ελληνικού και του βυζαντινού πολιτισμού και στον τομέα αυτό υπήρξε τεράστια για τους γειτονικούς αλλά και για τους άλλους λαούς της Ευρώπης.

Πηγές:
Γ. Ιωάννου, Παραλογές, Το δημοτικό τραγούδι, Αθήνα, 2006.
Στ. Π. Κυριακίδης, Το δημοτικό τραγούδι. Συναγωγή μελετών, επιμ. Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, Αθήνα, 1978.
Στ. Κυριακίδης, Αι ιστορικαί αρχαί της δημώδους νεοελληνικής ποιήσεως, Λόγος πρυτανικός ρηθείς τη 21η Ιανουσρίου 1934, Θεσσαλονίκη, 1954.
Γ. Κ. Σπυριδάκης, εκλογή της Ακαδημίας Αθηνών, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τομ. Α’, Αθήνα, 1962.
Δ. Πετρόπουλος, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Αθήνα, 1958, τομ. Α’.
Ν. Γ. Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Αθήνα, 1925.