Τα ερωτικά δημοτικά τραγούδια ή, κατά τη λαϊκή ορολογία, τα τραγούδια της αγάπης (ή του πόθου) είναι από τις αρχαιότερες κατηγορίες δημοτικού τραγουδιού. Και παρ’ ότι η χρονική αφετηρία τους δεν είναι διαγνώσιμη, ορισμένα θέματα μας πηγαίνουν ως την αρχαϊκή εποχή. Τα ερωτικά τραγούδια εμφανίζουν μια μεγάλη ποικιλία και μια ακμαία προφορική παράδοση· καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων, ποιητικών μορφών, μυθικών, εικονοπλαστικών και συμβολικών εκφράσεων: λυρική έκφραση ατομικών συναισθημάτων και παθών, εξομολογήσεις και ερωτικούς διαλόγους· αφηγηματική εκδίπλωση ερωτικών επεισοδίων ή μικρών ιστοριών, ερωτικές αλληγορίες και ερωτικά δράματα· και από μετρική και στιχουργική άποψη, ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους και ομοιοκατάληκτες ρίμες, σύνθετους και απλούς στίχους, ιαμβικά και τροχαϊκά μέτρα, αργούς τελετουργικούς και γοργούς χορευτικούς ρυθμούς, τραγούδια, μπαλάντες, και διαλογικές φόρμες, αλφαβητικές ή αριθμητικές ακροστιχίδες και δίστιχα. Μέσα σ’ ολόκληρη τη δημοτική ποίηση, τα ερωτικά τραγούδια, ιδιαίτερα τα δίστιχα, οι ερωτικές «μαντινάδες», είναι ως σήμερα η πιο ζωντανή και δυναμική κατηγορία.
Τα ερωτικά τραγούδια παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον, γιατί είναι η κατηγορία όπου κατεξοχήν αποτυπώνονται τα τυπολογικά γνωρίσματα του αντίστοιχου πολιτισμού. Για παράδειγμα, ολόκληρος ο Μεσαίωνας σημαδεύει μια διονυσιακή φάση στην εξέλιξη του πολιτισμού, που ορίζεται από την έμφαση στις κοινωνικές αξίες και την υποβάθμιση των ατομικών αξιών. Κι αυτό σημαίνει ότι ο χαρακτηριστικός ανθρώπινος τύπος ορίζεται από τη ροπή υπέρβασης της ατομικότητας και υπαγωγής της σε έναν ευρύτερο πόλο έλξης, την κοινωνική εξουσία, τη θεότητα, τη φύση, το σύ- μπαν ή, στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει, το αντικείμενο του ερωτικού πόθου. Γι’ αυτό σε τέτοιες περιόδους ευδοκιμούν τα απολυταρχικά ή θεοκρατικά καθεστώτα, ο μυστικισμός, η μεταφυσική, ο ασκητισμός, η μοιρολατρία και οι ακραίες εκφράσεις του ερωτικού ενστίκτου. Έτσι, η έκφραση του έρωτα στον ύστερο Μεσαίωνα είναι χαρακτηριστικά διονυσιακή· εκδηλώνεται ως ροπή συγχώνευσης και ταύτισης του Εγώ με το αγαπώμενο πρόσωπο. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιούνται μυθικοί κώδικες (της Μοίρας ή του προσωποποιημένου Έρωτα, που τοξεύει τις καρδιές με τα βέλη του), οι οποίοι αναδείχνουν την καθολικότητα και την παντοδυναμία του έρωτα, παρακάμπτοντας τη σαρκική του διάσταση.
Αντίθετα, η νεοελληνική εκδήλωση του έρωτα είναι ενεργητική και αισθησιακή, και σημαδεύει τη μετάθεση του κέντρου βάρους από τη μεταφυσική στη φυσική αντίληψη του κόσμου και των αξιών.
Ένας σημαντικός σταθμός στη λογοτεχνία μας είναι η εμφάνιση της ερωτικής ποίησης τον 15ο και 16ον αιώνα. Το σημαντικό δε βρίσκεται στο θέμα του έρωτα καθαυτό, που, ως διαχρονικό βίωμα, συναντάται και στα μεσαιωνικά κείμενα που μόλις αναφέραμε. Το σημαντικό είναι ότι αλλάζει ο χειρισμός του θέματος. Κι αυτή η αλλαγή καταγράφεται τόσο στη λαϊκή όσο και στην προσωπική ποίηση. Η αλλαγή της προοπτικής αποτυπώνεται στα λαϊκά και λαϊκότροπα ποιήματα που εμφανίζονται στη νότια, νησιωτική Ελλάδα (Ρόδο, Κρήτη, Κύπρο) τον 15ο και 16ον αιώνα.
Στο νεοελληνικό δημοτικό τραγούδι, το ανθρώπινο ιδεώδες συγκροτείται στη βάση των φυσικών και ζωικών αξιών· και ανάμεσα στις φυσικές αξίες κεντρική θέση κατέχει ο έρωτας. Το ζήτημα ωστόσο δεν είναι απλό ούτε μονοσήμαντο. Γ ι’ αυτό είναι ενδιαφέρον να επιχειρήσομε μια έστω διαγραμματική εξέτασή του, που θα αναδείξει τις δεσπόζουσες κατευθύνσεις.
Ο έρωτας, ως αξία φυσική, συνδέεται αξεχώριστα από τη μια με την ευδαιμονία και πληρότητα του όντος κι από την άλλη με τον ύμνο του σωματικού κάλλους (της γυναικείας ομορφιάς κυρίως αλλά και της αντρικής). Αφετέρου, ως καθολική κοσμογονική δύναμη, παίρνει καταλυτικές διονυσιακές εκφράσεις, λυρικές και μυθικές.